Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Χαιρετισμός του στιχουργού Γιώργου Λεκάκη

Γιώργος Λεκάκης
Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας, λαογράφος και στιχουργός Γιώργος Λεκάκης γεννήθηκε στο Μόναχο της Γερμανίας στα 1964. Ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μας και με τον τρόπο του τιμά σήμερα την προσπάθεια μας.

Ενδεικτικό είναι πως τους στίχους του έχουν τραγουδήσει, πολλές μυθικές φυσιογνωμίες του λαϊκού τραγουδιού καθώς και πολλοί, εξαιρετικά επιτυχημένοι, σύγχρονοι τραγουδιστές.

Με χαρά, σας παραθέτουμε το χαιρετισμό του Γιώργου Λεκάκη και την ομιλία , που εκφώνησε τον περασμένο Μάιο στην «Τεχνόπολη» Αθηνών, στο εξαήμερο αφιέρωμα για το Στέλιο Καζαντζίδη, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Δυτικής Ελλάδας, «Ενημέρωση»..



Μας γράφει:

Χαιρετίζω την σπουδαία απόφαση να έχει ο Στέλιος Καζαντζίδης το δικό του blog.

Δεν ξέρω εάν θα ζούσε αν θα το ήθελε ή αν θα το ζητούσε ο ίδιος. Μα ο ρόλος των φίλων είναι να καλύπτουν όσα ο φίλος τους δεν καλύπτει, αγνοεί ή δεν κατανοεί.

Μόνον έτσι οι φιλίες έχουν αξία και νόημα και προάγουν την προσωπικότητα. Στο ελαχιστομικρό μερίδιο Καζαντζίδη που μου αναλογεί, θα ήθελα να προσθέσω την ομιλία μου, στο Γκάζι. Ίσως προσφέρει κάτι. Ίσως πάλι και όχι.

Ποιος ξέρει. Αδέκαστος κριτής όλων μας είναι ο άφθαρτος χρόνος. Και όχι ο φθαρτός άνθρωπος. Είθε το blog τούτο να μακροημερεύσει και να πλουτίσει, να φωτίσει πτυχές και πλευρές, που όσοι ιστορικοί κι αν ασχοληθούν, πάντα σκοτεινά σημεία θα παραμένουν. Αυτή είναι η μοίρα των μεγάλων προσωπικοτήτων.

Αυτή είναι και η μοίρα της ιστορίας του Στέλιου, ως τέτοιας.

Με σεβασμό, ο ελάχιστος στιχουργός Γ. Λεκάκης.


Καζαντζίδης και νεολαία 

Του συγγραφέα-λαογράφου κ. Γιώργου Λεκάκη
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ενημέρωση» στις 25.5.2008


Είμαι από τους ευτυχείς εκείνους θνητούς, που συνάντησα και συνεργάσθηκα με τον Στέλιο Καζαντζίδη - και μάλιστα στο στούντιο! Ασχέτως εάν μετά, το συγκεκριμένο ηχογραφημένο τραγούδι δεν συμπεριελήφθη στο cd του, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, και δεν έχουν να κάνουν ούτε με την δική μου φυσικά θέληση, αλλά ούτε και με την θέληση του Στέλιου.

Ήταν το τραγούδι μου «Του βοριά ο γιος» (σε μουσική Παναγιώτη Στεργίου), το οποίο εν τέλει ερμήνευσε αργότερα ο Πασχάλης Τερζής. Έπειτα ηχογραφήσαμε το τραγούδι μου «Ο Χαλιμάς» (σε μουσική Χρήστου Ζέρβα), το οποίο πάλι, για άλλους λόγους, δεν εξεδόθη ποτέ με την φωνή του Στέλιου.

Και τις δυο φορές, θυμάμαι τον εαυτό μου να βγαίνει από το στούντιο χαρούμενος, σαν παιδί που του πήραν ποδήλατο, και να βολτάρω χαράματα στους δρόμους, αδιαφορώντας για το πού πάω, τι ώρα είναι, αν βρέχει ή αν χιονίζει… Χαμένος στους δρόμους, στις νότες, στα σύννεφα της χαράς και της ευτυχίας…

Και βέβαια φαντάζεστε την απογοήτευσή μου όταν μάθαινα πως, για κάποιους πάλι άλλους λόγους, το τραγούδι μου τελικώς δεν θα συμπεριλαμβανόταν στο υπό έκδοσιν cd του Στέλιου… Πάντα όμως πίστευα πως θα υπάρχει επόμενη φορά. Γιατί κανείς δεν σκέφτεται πως ζούμε για το σίγουρο τώρα, και όχι για το αβέβαιο αύριο.

Ώσπου ήρθε εκείνη η ημέρα, που έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία του Καταιβάτου Διός η ανακοίνωση της ασθενείας του Στέλιου και εν τέλει η ημέρα της αποδημίας του. Και όλα χάθηκαν! Η ελπίδα μας – εμάς των δημιουργών – για την φωνή που μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα, να σταματήσει την κατρακύλα, να αντισταθεί. Για εμάς, τους δημιουργούς, ο Στέλιος ήταν ένα σημείο αναφοράς.

Όπως ο μειλιχόγηρυς παππούς στην γωνιά του σπιτιού, που δεν χρειαζόταν να λέει πολλά, για να διορθώνουμε πράγματα και να αναιρούμε σκέψεις. Αρκούσε μια κίνησή του, ένα νεύμα, ένα αγριοκοίταγμα… Ο Καζαντζίδης ήταν ένας γλαφυρωτήρας δια του οποίου γινόταν η λείανσις του λαϊκού τραγουδιού, ένας αυτόματος μηχανισμός αυτοκάθαρσης, που πέταγε τα περιττά και κράταγε μόνο τα απαραίτητα. Τόσο λιτά, τόσο δωρικά.

Εγώ, ως παιδί μεταναστών, γεννημένος στο Μόναχο της Γερμανίας, μεγάλωσα με τον Στέλιο στο πικ-άπ, με εκείνην την στεντόρεια φωνή που έβγαινε από έναν μικρό, μα μαγικό δίσκο, των 45 στροφών! Εκστασιασμένοι κοιτούσαμε τ’ αυλάκια του δίσκου και αισθανόμασταν - καθώς αυτός γυρνούσε - ότι εισχωρούσαμε μέσω μιας βινύλιας σπείρας στα μύχια της ψυχής της φωνής, μπαίναμε στο είναι, στο σώμα, στο μυαλό, στην σκέψη του τραγουδιστού.

Τώρα, την εποχή της απλοποιήσεως, όλα άλλαξαν. Με ένα κουμπί γίνονται όλα. Γι’ αυτό και χάθηκε η μαγεία. Όλα πια θεωρούνται εύκολα κι απλά. Δεν πασχίζεις για τίποτε. Οπότε και ως εκ τούτου, τίποτε δεν σου φαίνεται άξιο και ικανό να εκτιμηθεί.
Εκείνη την μηχανική εποχή, όμως, τα πράγματα ήταν αλλιώς!

Eίμαι και από τους τυχερούς εκείνους, που κατά καιρούς εδίδαξα από διάφορες έδρες. Και σε Σχολές Ήχου και Εικόνας. Εκεί ήρθα αντιμέτωπος με παιδιά, που ήταν αγέννητα όταν ο Καζαντζίδης τραγουδούσε, που δεν είχαν ζήσει την εποχή της μεταναστεύσεως, της εξορίας, της αστυφιλίας, της εγκαταλείψεως της υπαίθρου. Δεν είδαν ανθρώπους στοιβαγμένους σε τραίνα και πλοία, να εγκαταλείπουν – νόμιμα ή παράνομα – την χώρα, προς αναζήτησιν ενός ονείρου, που όμως θα εξελισσόταν σε εφιάλτη… Έτσι πάντα το πρώτο μου καίριο ερώτημα, την πρώτη ημέρα της σχολικής χρονιάς ήταν:
«Ποιος από εσάς έχει ακούσει Καζαντζίδη;».

Τα παιδιά, με τα σκουλαρίκια στ’ αυτιά, στην μύτη και τα χείλη – με τρύπιο το αισθητήριο της ακοής, της οσφρήσεως και της γεύσεως δηλαδή - τα άτακτα κι άλουστα μαλλιά, τα δυσαρμονικά και στενάχωρα ρούχα, έμεναν άναυδα με την άγνωστη λέξη. Περίμεναν να αρχίσουμε την κουβέντα μας με πιο δικές τους - κατανοητές - εκφράσεις, όπως “megabyte”, “heavy metal”, “recording”, κλπ. Και άρχιζε ο πόλεμος! Από μεριάς μου να έρθω προς την χώρα αυτών των παιδιών, που δεν φταίγαν φυσικά σε τίποτε, και να την καταλάβω, κι από μεριάς τους να έρθουν εκείνα προς την άγνωστη και περίβουνο γη μου και να την αλώσουν.

Και πώς πλησιάζεις το Άγνωστο;

Κι άρχιζε το μάθημα κάπως έτσι…

Πολλά από αυτά τα παιδιά δεν είχαν πάει ακόμη στρατό. Δεν ήξεραν, λοιπόν, τι θα πει να αναγκάζεσαι να υποτάσσεσαι ακόμη και στο παράλογο. Να αναγκάζεσαι να συζείς με ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα τους επέλεγες ούτε για ένα «γειά». Να αναγκάζεσαι, να ψυχαναγκάζεσαι, να στριμώχνεσαι, να καλύπτεις, να καταπίνεις, να σιωπάς, να εκτελείς. Και μόνη δική σου ώρα, να είναι αυτή της σκοπιάς. Όπου με ένα μικρό τρανζιστοράκι έπιανες επαφή με τον έξω κόσμο. Κι εκεί ζητούσες μια ζεστή φωνή να σου μιλήσει, σαν τον πατέρα σου και να σου πει λόγια που περιγράφουν αυτά τα βάσανα, που τραβούσες. Κι αυτή ήταν κύρια η φωνή κι η θεματολογία του Στέλιου.

Έλεγα, λοιπόν, στα παιδιά πως εάν πάνε στρατιώτες θα κατανοήσουν καλύτερα τον Στέλιο. Γιατί στην ευδαιμονική ζωή των πόλεων, δεν υπάρχουν πια τέτοια περιθώρια για την κατανόησή του. Τα παιδιά παραξενεύονταν. Αλλά με την πρώτη άδεια που έπαιρναν, έρχονταν στην Σχολή, και μου μίλαγαν για τον Στέλιο, αποκαλώντας τον πια «Στελάρα»! Ήταν πια ο δικός τους βάρδος, έστω για όσο καιρό ταπεινώνονταν και υποχρεώνονταν να κάνουν πράγματα που δεν ήθελαν.

Γιατί για να κατανοήσεις τον Στέλιο και αυτός να σου μιλήσει, πρέπει να έχεις πονέσει. Εάν δεν έχεις στραπατσαρισθεί δεν θα τον καταλάβεις ποτέ. Εάν δεν έχεις τσαλακώσει την υπερηφάνεια σου δεν θα τον νοιώσεις ποτέ. Εάν δεν έχεις φύγει, παρά την θέλησή σου, δεν θα τον βρεις ποτέ. Ο Στέλιος είναι εκεί όπου υπάρχει ανάγκη, όπου υπάρχει βία-βιασμός. Κι επειδή αυτά δεν θα εκλείψουν ποτέ από τον κόσμο, δεν θα εκλείψει ούτε η φωνή του, ούτε τα μηνύματά της. Το να προσπαθήσω να εξηγήσω το φαινόμενο «Καζαντζίδης», μοιάζει με το να προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί είναι χρήσιμο και ωφέλιμο το νερό στον πλανήτη μας και στο σώμα μας. Τόσο απλά. Όμως να, που αντιλαμβανόμουν πως έπρεπε να το κάνω λιανό. Γιατί χάθηκε το αυτονόητο. Κι αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν λαό, σε μια χώρα.

Κι άρχιζε η εντρύφησις επί του θέματος. Η προσέγγισις του αγνώστου.
Όλοι μαζί – μαθητές κι εγώ, πιο μαθητής απ’ όλους - ψάχναμε κατ’ αρχάς το τραγούδι.

Αυτήν την μαγική τέχνη, που αποτελείται από τρία βασικά συστατικά:

  • Την μελωδία,
  • τον στίχο και
  • την ερμηνεία.


Τι είχαν αυτά τα τραγούδια, που σήμερα τα ακούμε και μας ανατριχιάζουν ή στην χειρότερη μας ξυπνούν συναισθήματα, αγγίζοντας μέσα μας πληγές που νομίζουμε ότι είχαν επουλωθεί;

Πρώτον, ήταν η μελωδία, η μελωδική γραμμή, και η ενορχήστρωσή της. Τόσο απλή, τόσο λιτή, που έλεγες πως από την μια στιγμή στην άλλη θα σπάσει, θα ραΐσει. Νόμιζες πως αυτόν τον σκοπό τον έχεις ξανακούσει, από τον πατέρα ή τον παππού σου, όταν τραγούδαγε στο γιαπί, στον σταύλο, στην εκκλησιά. Ήταν προβλεπόμενη και αναγνωρίσιμη, γιατί βάδιζε σε δρόμους (μουσικούς), αυστηρά καθορισμένους και ευδιάκριτους. Κι αυτοί οι δρόμοι ήσαν νόμοι. Ευλαβικά τηρούμενοι και θέσφατα. Αυτή μελωδία ήταν τόσο βατή, όσο το μονοπάτι, που σε πήγαινε γρήγορα και με ασφάλεια από το ένα χωριό στο άλλο. Σε ταξίδευε χωρίς να κάνεις το ταξίδι. Σε πήγαινε στην μαρμάρινη κρήνη, γέμιζες νερό την στάμνα κι ερχόσουν πίσω ξεδιψασμένος, χωρίς να είναι απαραίτητο να έχεις πιει μια στάλα! Η μελωδία των λαϊκών τραγουδιών είναι η σταλίστρα όπου ξαποστάζουν όλης της γης οι καημοί.

Έπειτα ήταν ο στίχος. Αυτό που έλεγε ο στίχος, το θέμα του, το είχες ως πρόβλημα μέσα στο σπίτι σου, στην καθημερινότητά σου. Το είχες ακούσει να προβληματίζει τον φίλο σου, το είχες κάνει κουβέντα με τον καφετζή, το είχες συζητήσει με τον περιπτερά. Και ο στίχος δεν άγγιζε απλώς το πρόβλημα, αλλά εάν δεν μπορούσε να δώσει λύση, έδινε τουλάχιστον κουράγιο. Αυτό το Άγιο Κουράγιο που σαν ψωμί κράτησε ζωντανό τον μισόθανο Έλληνα εκείνης της εποχής. Ο στίχος των λαϊκών τραγουδιών είναι η κλητική πτώσις της δικαιοσύνης.

Και έρχεται κατακλείδα και η ερμηνεία. Από την Φωνή!

  • Ίσια,
  • Ώριμη,
  • Αντρίκια.

Σαν στύλος του Παρθενώνα, που χρόνια τώρα στυλώνει «το ωραίο, το μεγάλο και τ’ αληθινό» μέσα μας. Ευθύβολος κι εκήβολος βολή, κατ’ ευθείαν ανάμεσα στα φρύδια, ν’ αποτυπωθεί και ν’ αποθηκευθεί εκεί όπου ο εγκέφαλος κρατάει τις σημειώσεις του για τις αναφορές του, εκεί που φυλάει τα τιμαλφή της παραδόσεώς του, εκεί όπου σκύβουν τα ’λάφια να πιουν νερό, ξέροντας πως αυτή θα είναι και η τελευταία πράξη της ζωής τους, μα και διψασμένος να ζεις και να ’σαι Έλληνας νόημα δεν έχει…

Δεύτερον, ώριμη φωνή… Κι ώριμος στα ελληνικά σημαίνει ωραίος, που θα πει στην ώρα του, στον καιρό του, όταν ο χρόνος το καλεί. Λίγο πριν ή λίγο μετά και το ώριμο γίνεται άωρο/άγουρο ή άκαιρο, αδιάφορο. Το ωραίο εκτός από την έννοια της ώρας / του χρόνου, εμπεριέχει και την έννοια της ώπας / όψης / ομορφιάς, που είναι επακόλουθό του. Κάτι που δεν είναι ώριμο, δεν αγαπιέται, δεν ζητιέται. Και άρα δεν φθάνει στον λαό, δεν γίνεται λαϊκό. Κι αν κάτι δεν είναι λαϊκό, είναι εντέχνως κατασκευασμένο σε πειραματικά εργαστήρια, από ανθρώπους με θέληση μεν, με άγνοια της πραγματικότητος δε. Και όλοι γνωρίζουμε πως η καμήλα είναι ένα άλογο που σχεδίασε μια Επιτροπή Σοφών. Έτσι εξηγείται γιατί ο λαός καθιερώνει έναν τραγουδιστή και τον επιλέγει ως έναν από την σάρκα του, χαρακτηρίζοντάς τον «λαϊκό», μόνο όταν αυτός ο ερμηνευτής ωριμάσει, έρθει στην ώρα που πρέπει, και αφού έχει περάσει τις εξετάσεις, που ο ίδιος ο λαός έχει θέσει ως κριτήριο. Κριτήριο, όχι εμπόδιο. Και τέλος, εκτός από την ευθύβολη και ώριμη φωνή, έρχεται και το τρίτο της χαρακτηριστικό να την καθιερώσει που είναι η αντρίκια πάστα της.

Στην λαϊκή φωνή, στο λαϊκό τραγούδι, όπου ο καθένας ακουμπάει τις ελπίδες και τις προσδοκίες του, είναι κάτι παραπάνω από αναγκαίο να υπάρχει αντρική φωνή. Κι όχι με την έννοια του φύλου (αρσενικού-θηλυκού), αλλά με την έννοια εμπιστοσύνης, η οποία είναι ένα βασικό συστατικό της αντρειοσύνης.

Η αντρική φωνή έχει ανδρεία. Λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Είναι ακριβοδίκαια. Είναι φωνή συνειδήσεως. Δεν αφήνει περιθώρια στις παρερμηνείες.

  • Δεν φλυαρεί.
  • Δεν ξεχνά.
  • Δεν κολακεύει.


Είναι φωνή που έρχεται από μακριά. Είναι φωνή που υπάρχει μέσα σε όλους μας, μα που την κοιμίζουμε για να ζούμε ευκολότερα. Για να βγάζεις αντρίκια φωνή πρέπει να ορθώνεις το ανάστημά σου, άκαμπτος και πανώριος, να βλέπουν οι άλλοι τα μάτια σου και να σκιάζονται. Να βλέπουν οι γλύπτες το στήθος σου και να λένε πως σε αυτό, θα μπορούσαν να σμιλέψουν το κεφάλι του Μεγαλέξανδρου! Δεν είναι εύκολο, ούτε απλό να βγάζεις αντρίκια φωνή. Είναι τόσο δύσκολο, που ακόμη οι περισσότεροι άντρες δεν το καταφέρνουν! (Ενώ, αντίθετα το έχουν καταφέρει αρκετές γυναίκες).

Και πρέπει να είσαι και καθαρός. Καθρέπτης. Αψεγάδιαστος. Αλέκιαστος. Όπως το βουνό της Αρασιάς καθρεφτίζεται στην ακίνητη λίμνη της Ίμβρου το πρωί, έτσι να καθρεφτίζεται η ψυχή σου στο σώμα και την φωνή σου. Κι αυτό, όσες ασκήσεις ψυχανάλυσης και να κάνεις, δεν το κατορθώνεις. Γιατί η φύση δεν φτιάχνεται, είναι. Η Φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη είναι η ελευθεροπλοΐα των συναισθημάτων μιας εποχής, που σφράγισε και θα σφραγίζει για πολύ καιρό ακόμη τον μεταπολεμικό και μετεμφυλιακό παγχάλεπο Έλληνα. Όλα αυτά μαζί συζητούσαμε με τα παιδιά. Και το σπουδαιότερο, τα διακρίναμε να βγαίνουν μέσα από ένα τρίλεπτο άκουσμα, μια τρίλεπτη απαγγελία με ορθή προσωδία, με την φωνή του Στέλιου, ακούγοντας - απλά κατ’ αρχήν, και εντρυφώντας μετά - το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», τον «Γυάλινο κόσμο», το «Πάρε τα χνάρια», το «Θολωμένο μου μυαλό», το «Άπονες εξουσίες», την «Συννεφιασμένη Κυριακή», κ.ά.

Ακούγοντας τον Στέλιο να τραγουδά, τα παιδιά μπορούν να μάθουν ορθογραφία. Να ξεχωρίσουν τα μακρά από τα βραχέα, ποιες συλλαβές παίρνουν περισπωμένη και ποιες οξεία, ποιες λέξεις δασύνονται και ποιες όχι.

Και τότε τα παιδιά άλλαζαν τρόπο στάσης και αντίληψης. Έπαυε πια το λαϊκό τραγούδι να είναι κάτι ξένο, κάτι αποκομμένο απ’ αυτά. Έως τότε νόμιζαν πως το λαϊκό τραγούδι αφορούσε τον πατέρα ή τον παππού τους. Αλλά το άτιμο το «αχ» είναι απροσδιόριστο. Μπορεί σήμερα να μην τους αφορούσε το ένα σκέλος από τα τρία του τραγουδιού – εν προκειμένου ο στίχος – αλλά τους αφορούσε η μελωδία, που τους εδίδασκε την λαϊκή αρμονία και βεβαίως η φωνή, που τους έδειχνε το φως. Τους καθοδηγούσε, τους σήμαινε. Γιατί αν δεν νοιώσεις την αρμονία, θα είσαι δυσαρμονικός. Δεν θα ταιριάζει ούτε η φωνή σου, ούτε η κόμμωσή σου, ούτε η ένδυσή σου με σένα. Άλλα θα λες, άλλα θα σκέφτεσαι και άλλα θα κάνεις. Δεν θα σε καταλαβαίνουν, φυσικά, και δεν θα τους καταλαβαίνεις. Το χάσμα θα μεγαλώνει, τα νεύρα θα τεντώνουν, η έλλειψη επικοινωνίας θα κάνει τόσο αισθητή την εμφάνισή της, όσο ο ήλιος τον Αύγουστο στην Γαύδο. Και η μουσική – η λαϊκή μουσική – είναι μια τέχνη με εύκολη πρόσβαση στον καθένα, μια ανοικτή αποθήκη, απ’ όπου ο καθείς μπορεί ελεύθερα να πάρει στοιχεία που θα τον εναρμονίσουν με τον τόπο του, δηλαδή την φύση μέσα στην οποία, ζει, κινείται και αισθάνεται. Κτιστό και Άκτιστο θέλουν αρμονία. Το πρώτο για να κτισθεί, το δεύτερο για να κατανοηθεί. Κι όταν συνηθίσεις να ακούς αρμονίες - αρμονικά τραγούδια - εναρμονισμένη μουσική, θα μάθεις να συντονίζεσαι, να σκέπτεσαι, να συνδιαλέγεσαι, να επικοινωνείς, να κατανοείς, να εφευρίσκεις, να εκφράζεσαι και εν τέλει να επιτυγχάνεις. Όταν συνηθίσεις να μην ακούς αρμονίες, θα γίνεις με μαθηματική ακρίβεια δυσαρμονικός, νευρικός, σπαστικός, άφιλος, μοναχικός, φοβικός. Φάλτσο/λάθος και σωστό θα έχει την ίδια έννοια, την ίδια αξία, αφού θα εκλίπει ο νόμος. Και αργά ή γρήγορα θα οδηγηθείς στην αναρχία, η οποία είναι η αρχή της καταλύσεως της οργανωμένης ζωής.

Σήμερα, λοιπόν, περισσότερο από ποτέ είναι η στιγμή να ξανα-ανακαλύψει η νεολαία τον Στέλιο Καζαντζίδη, που τόσο φρόντισαν να της κρύψουν όσοι δεν είχαν τα τρία
προαναφερόμενα χαρακτηριστικά της φωνής του:

  • Όσοι δεν ήσαν ίσιοι,
  • Όσοι δεν ήσαν ώριμοι,
  • Όσοι δεν άντεχαν να ακούσουν αντρίκιες φωνές.

Θυμάμαι τις βραδιές – κυρίως μετά το στούντιο του Πόντιου φίλου του Νάκη Πετρίδη – που πηγαίναμε σε κάποιο ταβερνάκι να «χαλαρώσουμε». Στο τέλος, εμείς πληρώναμε τον λογαριασμό, εκείνος το φιλοδώρημα στον σερβιτόρο. Και αυτό ήταν πάντα ίσο – αν όχι μεγαλύτερο – από τον λογαριασμό. Τον κοιτούσα έκπληκτος ρωτώντας τον «γιατί;». Και μου απαντούσε:

«Τον λογαριασμό τον παίρνει το αφεντικό. Το φιλοδώρημα ο εργαζόμενος!».
Γνωρίζω πολλούς ανθρώπους του χώρου μου που τον αποκαλούν «άγιο». Ο Μπιθικώτσης τον είπε «Ακρόπολη»!.. Ο Χατζιδάκις είπε πως «άλλη τέτοια φωνή δεν θα βγει στα επόμενα 500 χρόνια»!..

Κι εγώ, και άλλοι φίλοι του - και φυσικά η σύζυγός του, Βάσω Καζαντζίδη - γνωρίζουμε πράγματα που έκανε και που δεν ήθελε ποτέ να μαθευθούν. Σεβόμενοι αυτήν την επιθυμία του δεν θα τα κοινοποιήσουμε. Γιατί ό, τι κοινοποιείται, μικραίνει σ’ αυτήν εδώ την εποχή, που μοιάζει με κιμαδομηχανή. Στους νεολαίους μας, λοιπόν, που η παγκοσμιοποίηση – το πρόγραμμα της οποίας έχει αρχίσει πολλές δεκαετίες πριν το αντιληφθούμε – τους θέλει να ακούν μουσική επιδερμικά, απλώς να χοροπηδάνε και όχι να χορεύουν (που θα πει ορθώνω το ανάστημά μου στον χώρο), να διασκεδάζουν (που θα πει να ξεσκίζονται) και όχι να ψυχαγωγούνται, χωρίς να σκέφτονται, χωρίς να αισθάνονται, χωρίς να αγαπούν, απευθύνω έκκληση: Ξανα-ανακαλύψτε τον Καζαντζίδη, γιατί θα σας χρειαστεί, όταν ωριμάσετε, όταν αγαπήσετε, όταν αισθανθείτε την αδικία στο πετσί σας.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης σαν αρχαία φρυκτωρία έπεμπε το σήμα. Όσοι μεμυημένοι το ελάμβαναν, το αποκωδικοποιούσαν, το έκαμαν κτήμα τους. Οι άλλοι, οι επιπόλαιοι, οι κοθρήδες, όσοι έβλεπαν – και βλέπουν - το λαϊκό τραγούδι μόνο ως μέσον πλουτισμού ή διασκεδάσεως (που σημαίνει ξεσκίσματος) αυτοί ούτε ένοιωσαν, ούτε θα νοιώσουν ποτέ. Όπως δεν αγάπησαν, ούτε θα αγαπήσουν ποτέ. Και φυσικά δεν αγαπήθηκαν, ούτε θα αγαπηθούν ποτέ. Θα ξανάρθουν να βιώσουν. Γιατί…

…«μια ανάσα είναι η ζωή,
κι αν είδες κι αν κατάλαβες,
είσαι τυχερός»…



1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικο Σας ευχαριστουμε πολυ κυριε Λεκακη

Τασος Μουρατιδης
Πτολεμαιδα